αρτύζω
Смотреть что такое "αρτύζω" в других словарях:
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek
αρταίνω — και αρτύνω και αρτύζω άρτυσα, αρτύθηκα και αρτύστηκα, αρτυσμένος, κάνω κάποιον να καταλύσει τη νηστεία, να φάει φαγητό που δεν είναι νηστίσιμο, καρυκεύω φαγητό: Μ έκαμε να αρτυστώ Μεγαλοβδόμαδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)